- μετεγγραφῇ
- μετεγγράφωplace upon a new registeraor subj pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετεγγραφή — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετεγγράφω, η εκ νέου εγγραφή 2. η εγγραφή σε νέο κατάλογο 3. (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) εγγραφή από ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο σε άλλο ή από έναν σύλλογο σε άλλο, μεταγραφή («η μετεγγραφή ξένων… … Dictionary of Greek
κωδικοποίηση — Η συστηματική και μεθοδική συγκέντρωση και κατάταξη των νομοθετικών κειμένων, των διατάξεων, των συνθηκών κλπ., έτσι ώστε το κείμενο που προκύπτει να είναι απαλλαγμένο από τις συγκρουόμενες ή τις άχρηστες διατάξεις και να παραμένει εύχρηστο. Η κ … Dictionary of Greek
μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… … Dictionary of Greek
μεταδημότευση — η [μεταδημοτεύω] η μετεγγραφή ενός δημότη από το δημοτολόγιο ενός δήμου ή μιας κοινότητας στο δημοτολόγιο άλλου δήμου ή κοινότητας … Dictionary of Greek
μεταγράφομαι — μεταγράφομαι, μεταγράφ(τ)ηκα, μεταγραμμένος βλ. πίν. 122 Σημειώσεις: μεταγράφομαι : χρησιμοποιείται ορισμένες φορές και με την έννοια του μετεγγράφομαι (όπως και το ουσ. μεταγραφή αντί του σωστού μετεγγραφή) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής